κεγχροφόρος

κεγχροφόρος
κεγχροφόρος, ον,
A bearing millet, Str.5.1.12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεγχροφόρος — κεγχροφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτο φόρος, σκευο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κεγχροφόρος — bearing millet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευυδρία — εὐυδρία, ἡ (Α) [εύυδρος] αφθονία νερού («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”